ανεπάγγελτος

ανεπάγγελτος
ος , ον
1) необещанный; 2) необъявленный; 3) не имеющий профессии; работающий не по специальности

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανεπάγγελτος" в других словарях:

  • ἀνεπάγγελτος — not announced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπάγγελτος — η, ο (Α ἀνεπάγγελτος, ον) νεοελλ. εκείνος που δεν ασκεί κανένα επάγγελμα, άεργος αρχ. 1. (για πόλεμο) εκείνος που η έναρξη του δεν αναγγέλθηκε επίσημα, ακήρυχτος 2. απρόσκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ανεπάγγελτος < αν στερ. + επαγγέλλω «κηρύσσω,… …   Dictionary of Greek

  • ανεπάγγελτος — η, ο αυτός που δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα: Στο δικαστήριο είχε δηλώσει ότι είναι ανεπάγγελτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεπαγγέλτους — ἀνεπάγγελτος not announced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπαγγέλτων — ἀνεπάγγελτος not announced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπάγγελτοι — ἀνεπάγγελτος not announced masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»